Η σύγκρουση ΗΠΑ-Ουκρανίας επηρεάζει και την G7, με τις ΗΠΑ να αντιτίθενται στο προσχέδιο ανακοίνωσης για την επέτειο της ρωσικής εισβολής. Η συμμετοχή του Ζελένσκι στη διαδικτυακή σύνοδο κορυφής της G7 παραμένει αβέβαιη. Η διαφωνία αυτή εντείνεται μετά τις δηλώσεις του Τραμπ, που κατηγόρησε το Κίεβο για τον πόλεμο, αποκάλεσε τον Ζελένσκι «δικτάτορα» και πρότεινε την επανένταξη της Ρωσίας στην G7.
Σύμφωνα με τους δυτικούς αξιωματούχους, οι απεσταλμένοι των ΗΠΑ έχουν εκφράσει αντιρρήσεις στη χρήση της φράσης «ρωσική επιθετικότητα» και παρόμοιων όρων, οι οποίοι χρησιμοποιούνται από τους ηγέτες της G7 από το 2022 για να περιγράψουν τη σύγκρουση.
Οι μεγαλύτερες οικονομίες του κόσμου εκδίδουν παραδοσιακά μια δήλωση στήριξης στις 24 Φεβρουαρίου, ημερομηνία που σηματοδοτεί την έναρξη της ρωσικής εισβολής πριν από τρία χρόνια.
«Είμαστε κατηγορηματικοί ότι πρέπει να γίνεται διάκριση μεταξύ της Ρωσίας και της Ουκρανίας. Δεν είναι το ίδιο πράγμα», δήλωσε στους FT ένας αξιωματούχος που έχει ενημερωθεί για το ζήτημα.
«Οι Αμερικανοί μπλοκάρουν αυτή τη διατύπωση, αλλά εξακολουθούμε να εργαζόμαστε για μια συμφωνία και είμαστε αισιόδοξοι», πρόσθεσε.
Σε άλλη ένδειξη δυσαρέσκειας την Πέμπτη, ακυρώθηκε συνέντευξη Τύπου που είχε προγραμματιστεί μετά τις συνομιλίες μεταξύ του Ζελένσκι και του ειδικού απεσταλμένου του Τραμπ για την Ουκρανία, κατόπιν αιτήματος της αμερικανικής πλευράς, σύμφωνα με Ουκρανούς αξιωματούχους.
Ο Ζελένσκι επρόκειτο να μιλήσει στους δημοσιογράφους μαζί με τον Κιθ Κέλογκ, αλλά η εκδήλωση ακυρώθηκε από τους Αμερικανούς αξιωματούχους αφού είχε ξεκινήσει η συνάντηση, ανέφερε το γραφείο του Ουκρανού προέδρου.
Η αμερικανική πρεσβεία στο Κίεβο αρνήθηκε να σχολιάσει.
Η φράση «ρωσική επιθετικότητα» αναφερόταν πέντε φορές στη δήλωση των ηγετών της G7 πέρυσι. «Καλούμε τη Ρωσία να σταματήσει αμέσως τον επιθετικό της πόλεμο και να αποσύρει πλήρως και άνευ όρων τις στρατιωτικές της δυνάμεις από το διεθνώς αναγνωρισμένο έδαφος της Ουκρανίας», ανέφερε η δήλωση του 2024.
Η επιμονή της κυβέρνησης Τραμπ να μετριάσει τη διατύπωση αντανακλά μια ευρύτερη αλλαγή στην πολιτική των ΗΠΑ, η οποία πλέον αναφέρεται στον πόλεμο ως «σύγκρουση στην Ουκρανία», δήλωσαν δύο άτομα με γνώση του θέματος.
Η αλλαγή αυτή σηματοδοτεί απόκλιση από τη γλώσσα που χρησιμοποιούσε η κυβέρνηση Μπάιντεν, η οποία συχνά έκανε λόγο για «ρωσική επιθετικότητα» αναφερόμενη στον μεγαλύτερο χερσαίο πόλεμο στην Ευρώπη μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Η διαμάχη για τη δήλωση έρχεται μετά από μια εβδομάδα κατά την οποία ο Τραμπ εγκωμίασε τον Πούτιν, αποδέχθηκε πολλές από τις απαιτήσεις του σχετικά με τον πόλεμο στην Ουκρανία και έδειξε προθυμία να εξομαλύνει τις σχέσεις της Ουάσινγκτον με τη Μόσχα, στέλνοντας υψηλόβαθμους Αμερικανούς αξιωματούχους να συναντήσουν Ρώσους ομολόγους τους την Τρίτη στο Ριάντ.
Ο Τραμπ ισχυρίστηκε επίσης ψευδώς ότι ο Ζελένσκι είχε ποσοστό αποδοχής μόλις 4% στην Ουκρανία. Δημοσκόπηση που δημοσιεύθηκε αυτή την εβδομάδα έδειξε ότι ο πρόεδρος απολαμβάνει υποστήριξη της τάξης του 57% στη χώρα του, αυξημένη από το 52% τον Δεκέμβριο, σύμφωνα με το Διεθνές Ινστιτούτο Κοινωνιολογίας του Κιέβου.
Ο Πούτιν αντέδρασε θετικά στις προσεγγίσεις της κυβέρνησης Τραμπ. «Οι Αμερικανοί διαπραγματευτές ήταν εντελώς διαφορετικοί — ήταν ανοιχτοί σε μια διαδικασία διαπραγμάτευσης χωρίς προκαταλήψεις ή κρίσεις για το τι συνέβη στο παρελθόν», δήλωσε ο Πούτιν μετά τη συνάντηση στο Ριάντ, «Έχουν την πρόθεση να συνεργαστούν.»
Πηγή: newsbeast.gr