Η Ρωσία δηλώνει έτοιμη να συνεχίσει τον πόλεμο στην Ουκρανία μέχρι την τελική επικράτηση ή παράδοσή της, σύμφωνα με δηλώσεις του στενού συνεργάτη του Πούτιν, Βλαντίμιρ Μεδίνσκι. Ο Πούτιν φαίνεται να υιοθετεί μακροπρόθεσμη στρατηγική, επενδύοντας σε φθορά και εξαντλητικές διαπραγματεύσεις, ενώ ελπίζει στην αποδυνάμωση του διεθνούς ενδιαφέροντος. Ο Ντόναλντ Τραμπ, αν και αρχικά εμφανιζόταν πρόθυμος να μεσολαβήσει, δείχνει πλέον να αποσύρεται από κάθε ρόλο επίλυσης της σύγκρουσης.
Παρόμοιο τόνο είχε και ο αντιπρόεδρος των ΗΠΑ, Τζέι Ντι Βανς: «Θα προσπαθήσουμε να το τερματίσουμε, αλλά αν δεν τα καταφέρουμε, τελικά θα πούμε: “Ξέρετε κάτι; Ήταν μια καλή προσπάθεια, αλλά δεν συνεχίζουμε άλλο“».
Η αντίδραση στο Κρεμλίνο πιθανόν να είναι ειρωνικά χαμόγελα.
Ο Πούτιν και οι συνεργάτες του γνωρίζουν καλά τον Τραμπ, καταλαβαίνουν την τάση του να ξεκινά με ενθουσιασμό και να αποσύρεται όταν οι συζητήσεις μακραίνουν, όπως συνέβη κατά την πρώτη του θητεία με τον Κιμ Γιονγκ Ουν.
Ο υπουργός Άμυνας της Γερμανίας, Μπόρις Πιστόριους, εκτιμά ότι η Ρωσία προσφέρει στον Τραμπ το ενδεχόμενο συμφωνίας, με στόχο να κερδίσει χρόνο και να συνεχίσει με «λόγια χωρίς αντίκρισμα». «Ο Πούτιν δεν φαίνεται να ενδιαφέρεται σοβαρά για την ειρήνη ή μια κατάπαυση του πυρός, τουλάχιστον όχι με όρους αποδεκτούς από άλλους. Ακούω τα λόγια, τις δηλώσεις, αλλά τελικά επιμένω να κρίνω μόνο πράξεις και ενέργειες», δήλωσε ο Γερμανός υπουργός.
Και πράγματι, γιατί να περιμένει κανείς ότι ο Πούτιν θα ενδιαφερθεί σοβαρά για τον τερματισμό του πολέμου;
Το Κρεμλίνο διαχρονικά καθυστερεί σκοπίμως, μια τακτική που εφαρμόζει επανειλημμένα σε διαπραγματεύσεις στις οποίες δεν ενδιαφέρεται να καταλήξει, εκτός αν πληρούνται οι δικοί του όροι.
Κύριος στόχος του: να μην υπάρξει κατάπαυση του πυρός πριν αποσπάσει παραχωρήσεις που ουσιαστικά θα σημάνουν το τέλος μιας δημοκρατικής και ανεξάρτητης Ουκρανίας.
Οι «κόκκινες γραμμές» της Μόσχας παραμένουν απαράλλακτες από την έναρξη της πλήρους κλίμακας εισβολής. Ο Πούτιν και οι στενοί του συνεργάτες τις έχουν διατυπώσει με σαφήνεια: η Ουκρανία να μην ενταχθεί ποτέ στο ΝΑΤΟ, να παραμείνει γεωπολιτικά ουδέτερη, χωρίς δυνατότητα αυτοκαθορισμού και με αυστηρούς περιορισμούς στον στρατιωτικό της εξοπλισμό.
Η Μόσχα απαιτεί επίσης την αναγνώριση της Κριμαίας και των τεσσάρων ανατολικών περιοχών ως τμήμα της Ρωσικής Ομοσπονδίας.
Και μέχρι να ικανοποιηθούν αυτοί οι όροι, όπως καυχήθηκε ο Μεδίνσκι, η Ρωσία θα συνεχίσει τον πόλεμο, ενισχυόμενη από μια διοίκηση Τραμπ που δεν είναι διατεθειμένη να ασκήσει πίεση στον Πούτιν και που δεν δείχνει πρόθεση να συνεχίσει τη στρατιωτική στήριξη προς την Ουκρανία.
Εξάλλου, τόσο ο Τραμπ όσο και ο Βανς υποστηρίζουν ότι πρόκειται για ένα «ευρωπαϊκό μπέρδεμα» και ότι οι ΗΠΑ δεν θα έπρεπε ποτέ να είχαν εμπλακεί.
Ακόμα κι αν ο Ζελένσκι είχε πρόθεση, κάτι που δεν ισχύει, να υποχωρήσει στις απαιτήσεις του Πούτιν, είναι αμφίβολο αν θα έβρισκε τη στήριξη της ουκρανικής Βουλής ή αν θα κέρδιζε σε δημοψήφισμα. Ο στρατός θα ένιωθε προδομένος και θα αμφισβητούσε αν άξιζε όλη αυτή η θυσία. Η χώρα θα βυθιζόταν σε πολιτική κρίση.
Άρα, γιατί να διαπραγματευτεί σοβαρά ο Πούτιν, όταν το μόνο που φοβάται είναι η πιθανότητα η Αμερική να εγκαταλείψει την Ουκρανία, εάν δεν υπάρξει συμφωνία ειρήνης;
Όπως επεσήμανε η πρώην πρέσβειρα των ΗΠΑ στην Ουκρανία, Μπρίτζετ Μπρινκ, αυτός ο συλλογισμός είναι απολύτως λογικός και επηρέασε την απόφασή της να παραιτηθεί τον προηγούμενο μήνα: «Η πολιτική της διοίκησης από την αρχή ήταν να ασκεί πίεση στο θύμα, την Ουκρανία, αντί στον επιτιθέμενο, τη Ρωσία».
Πηγή: newsbeast.gr